σφένδαμνος

σφένδαμνος
(acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα είδη ζουν στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, τη Β. Αμερική, την Κίνα και τα Ιμαλάια. Είναι δέντρα φυλλοβόλα, ψηλά ή θάμνοι, με φύλλα έλοβα ή παλαμοσχιδή, σπάνια ακέραια. Τα άνθη είναι πρασινωπά ή κιτρινωπά, ο δε καρπός αποτελείται από δύο κάρυα με πτερύγιο και καλείται δισαμάριο. Γνωστότεροι από τους σ. της Ευρώπης είναι οι εξής: ο σ. ο πλατανοειδής, κοινώς νεροπλάτανος, με φύλλα οδοντωτά. Το ξύλο του, που έχει πολλές καλές ιδιότητες, είναι περιζήτητο στην εβενουργική· βάφεται εύκολα και μετά το γυάλισμα σχηματίζει νερά. Ο σ. ο ψευδοπλάτανος έχει μεγάλα φύλλα με πέντε λοβούς, τα δε πτερύγια των καρπών του σχηματίζουν ορθή γωνία. Ο σ. ο πεδινός, δέντρο μικρού ύψους σχηματίζει κόμη από στρογγυλωπό φύλλωμα. Τα φύλλα του έχουν τρεις ή πέντε λοβούς, που ξεχωρίζουν καθαρά, το δε ξύλο του χρησιμοποιείται για την κατασκευή έγχορδων μουσικών οργάνων. Ο σ. ο μομπελιανός φυτρώνει σε ξερά και πετρώδη εδάφη, όπου σχηματίζει ωραίους φράχτες. Αναγνωρίζεται από τα φύλλα του, που χωρίζονται σε τρεις μόνο λοβούς, καθώς και από τους καρπούς του, των οποίων τα δύο πτερύγια καλύπτονται μεταξύ τους. Το ξύλο του έχει μεγάλη σκληρότητα. Οι σ. της Αμερικής περιλαμβάνουν γύρω στα 12 είδη, από τα οποία γνωστότερος είναι ο σ. ο σακχαρώδης, ύψους ως 25 μ. Το φύλλωμα του σχηματίζει καμπυλωτή κόμη, τα δε οδοντωτά φύλλα του παίρνουν την εποχή του φθινοπώρου ωραίο κοκκινωπό ή χρυσαφί χρώμα. Το φυτό αυτό καλλιεργείται για τον άφθονο ζαχαρώδη χυμό του, από τον οποίο με εξάτμιση βγαίνει ζάχαρη. Η συλλογή του χυμού γίνεται νωρίς την άνοιξη, από εντομές που ανοίγονται στον κορμό των δέντρων. Κάθε δέντρο μπορεί να αποδώσει περίπου 12 λίτρα χυμού το χρόνο. Ο σ. ο ερυθρός έχει ωραίο κόκκινο χρώμα το φθινόπωρο και φυτρώνει σε υγρά εδάφη. Στην Ασία φυτρώνει ο σ. ο παλαμοσχιδής, ο σ. ο ιαπωνικός και ο σ. ο ταταρικός στην Κεντρική Ασία. Το ξύλο των σ., σκληρό και ανθεκτικό, χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, τη λεπτουργική, για την κατασκευή λαβών εργαλείων κλπ., είναι όμως κατάλληλο για καύσιμη ύλη. Μερικές πουαλίες του φυτού, με ωραία και πολύχρωμα φύλλα, καλλιεργούνται και σαν διακοσμητικά. Στις ποικιλίες αυτές ανήκει ο σ. ο νεγούνδιος. Έχει σύνθετα φύλλα, τα αρσενικά και θηλυκά άνθη του φέρονται από διαφορετικά άτομα, οι δε καρποί του είναι διπλοί και πτεροειδείς. Ο σ. αναπτύσσεται γρήγορα γι’ αυτό και φυτεύεται συχνά σε πάρκα ή λεωφόρους, μολονότι το φύλλωμα του αραιώνει όταν γεράσει. Σφένδαμνος ο πλατανοειδής ή νεροπλάτανος, φυτό με φύλλα οδοντωτά. Kλαδί σφένδαμνου του πλατανοειδή με καρπούς. Ο σφένδαμνος ο πλατανοειδής σε πλήρη ανάπτυξη. Φύλλα άνθη και καρπός του σφένδαμνου του πλατανοειδή (Α. ταξιανθία, Β. άνθος, Γ. καρπός).
* * *
η, ΝΑ, και σφένδαμνος και σφένδαμος, ο, Ν
βοτ. ελληνική ονομασία ειδών τού γένους άκερ και, κατ' επέκταση, ολόκληρου τού γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -αμνον πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. δίκτ-αμνον, ῥάδαμνος). Η λ. ωστόσο έχει συνδεθεί με το θ. τού σφενδ-όνη, λόγω τής ελαφράς κίνησης τού πλούσιου φυλλώματος τού φυτού. Κατ' άλλη άποψη, ο βυζ. τ. άσφένδαμνος θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι το όνομα τού φυτού σχηματίστηκε από το τοπωνύμιο Ἄσπενδος (πρβλ. και τον τ. τού Ησυχίου σπένδαμνον), όπως και το δίκταμνον* σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα τού όρους Δίκτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφένδαμνος — Olympian maple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδάμνου — σφένδαμνος Olympian maple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφένδαμνον — σφένδαμνος Olympian maple masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρνα — ἄκαρνα, η (Α) είδος ακάνθης (Θεόφραστος) ή δάφνης (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκαστος* «σφένδαμνος» (< *άκαρ στος) καθώς και με τα λατ. αcer ris, αρχ. άνω γερμ. ahorn «σφένδαμνος» κ.ά., δηλ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα aker… …   Dictionary of Greek

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σφενδάμι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ.). * * * και σφεντάμι και σφοντάμι, το, Ν το φυτό σφένδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφένδαμνος, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου …   Dictionary of Greek

  • δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”